- περιπολάρχης
- ο старший патрули
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιπολάρχης — ο, ΝΑ νεοελλ. στρ. ο επικεφαλής περιπόλου αξιωματικός ή υπαξιωματικός αρχ. επόπτης, επιτηρητής τών στρατιωτικών περιπόλων, περιπόλαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + άρχης (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek
περιπολάρχης — ο ο αρχηγός της περιπόλου, επικεφαλής της ομάδας που περιπολεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπολάρχαι — περιπολάρχης commander of military patrol masc nom/voc pl περιπολάρχᾱͅ , περιπολάρχης commander of military patrol masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπολάρχου — περιπολάρχης commander of military patrol masc gen sg περιπολάρχης commander of military patrol masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπολαρχώ — έω, Α [περιπολάρχης] είμαι επικεφαλής περιπόλου … Dictionary of Greek
περιπόλαρχος — ὁ, Α περιπολάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + αρχος (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek